- προγκίζω
- και προγκάρω και προγκώ, -άω και δ. γρφ. προγγίζω και προγγώ, -άω, Ν [πρόγκα]1. διώχνω κάποιον με φωνές και θόρυβο2. χλευάζω ή αποδοκιμάζω ομαδικά3. συμπεριφέρομαι απότομα ή βάναυσα σε κάποιον, τόν αποπαίρνω4. (αμτβ.) (για ζώο) τρομάζω, ξαφνιάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.